Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης Ι Auditorium
Ζένια Σαριδάκη - Ζώρα, Ιωάννης Μπουκοβίνας, Μιχάλης Νικολάου, Αγγελική Αγγέλη
Ο Ιωάννης Μπουκοβίνας, Παθολόγος Ογκολόγος, Επιστημονικός Υπεύθυνος Ογκολογικής Μονάδος «Βιοκλινική» Θεσσαλονίκης, σημείωσε ότι «θα πρέπει να αντιληφθούμε το ρόλο του ογκολόγου σε συνάρτηση με τον χρήστη υγείας. Θα πρέπει να μεριμνήσουμε ώστε οι άνθρωποι να παραμένουν υγιείς και όχι ασθενείς εγκαινιάζοντας μία νέα εποχή που προτάσσει τον προληπτικό ελέγχο. Είναι, επίσης, απαραίτητα η διάγνωση να συμπεριλαμβάνει όλες τις επιμέρους παραμέτρους - από τις απεικονιστικές μεθόδους μέχρι τον μοριακό έλεγχο - και ο ασθενής να έχει λαμβάνει την κατάλληλη καθοδήγηση και σωστή κατεύθυνση. Για να επιτευχθεί αυτό απαιτείται συνεργασία με πολλές πρωτοβάθμιες δομές και δίκτυα και όλο το εύρος των επιστημόνων και ειδικοτήτων του οικοσυστήματος, όπως για παράδειγμα οι νοσηλευτές». Κλείνοντας ο κ. Μπουκοβίνας επισήμανε ότι «Για να μπορέσουμε να πετύχουμε ένα βιώσιμο σύστημα υγείας, δεν θα πρέπει πια να συζητάμε το πόσα ξοδεύουμε για την υγεία, αλλά η συζήτηση να εστιάσει στο τι αποτελεί πραγματική επένδυση. Να εξετάσουμε δηλαδή πόσο μπορεί να ενισχυθεί το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν επενδύοντας στην υγεία».
Ο Μιχάλης Νικολάου, Παθολόγος Ογκολόγος, Επιμελητής A’ της Α' Παθολογικής – Ογκολογικής Κλινικής του ΓΑΟΝΑ «Ο Άγιος Σάββας» και Ειδικός Γραμματέας της ΕΟΠΕ, σχολιάζοντας πώς μπορούν να γίνουν πράξεις κάποιες μεγάλες ιδέες, επεσήμανε ότι πολλές φορές οι σημαντικές θετικές εξελίξεις έρχονται μετά από κάποιο άσχημο γεγονός. «Ζούμε σε ένα κόσμο που αλλάζει και πάντα άλλαζε, απλά εμείς δεν θέλαμε να το αντιληφθούμε. Πρέπει να εκμεταλλευτούμε τα διδάγματα της πανδημίας COVID και να συνεχίσουμε να αναγνωρίζουμε τα οφέλη και τις ευκαιρίες που πηγάζουν από την ψηφιοποίηση. Αξίζει να πειραματιστούμε, να δείξουμε συνέπεια και αφοσίωση και να μη δειλιάζουμε σε ό,τι νέο κρύβει το μέλλον. Οι άνθρωποι πλέον - δεδομένου ότι ζουν περισσότερο και πολλές άλλες νόσοι ήδη θεραπεύονται αποτελεσματικά - νομοτελειακά θα εκτεθούν στον καρκίνο, που είναι μια νόσος ηλικιοεξαρτώμενη. Συνεπώς, πρέπει ως Πολιτεία να δημιουργήσουμε τις υποδομές και τις κατάλληλες συνθήκες που θα μπορούν να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες του ογκολογικού ασθενή και του συστήματος υγείας τώρα και στο μέλλον, μια φιλοσοφία στην οποία βασίζεται και το πρόγραμμα “ΟΙΚΟΘΕΝ”, το πρότυπο πρόγραμμα κατ’ οίκον χορήγησης θεραπειών σε ογκολογικούς ασθενείς που εμπνευστήκαμε στο νοσοκομείο μας και συν- δημιουργήσαμε με την Roche Hellas». Τη δέσμευση της Roche Hellas απέναντι στους ασθενείς στην Ελλάδα, μετέφερε η Αγγελική Αγγέλη, Chief Portfolio Value Officer της Roche Hellas, τονίζοντας ότι η εταιρεία φιλοδοξεί να συμβάλλει ενεργά σε έναν ευρύ διάλογο για το μετασχηματισμό που συντελείται στο χώρο της υγείας και για το πώς όλοι οι εμπλεκόμενοι στο οικοσύστημα υγείας μπορούν να επαναπροσδιορίσουν το ρόλο τους και να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες. «Τα τελευταία χρόνια, ο χώρος της υγείας μετασχηματίζεται διεθνώς, δημιουργώντας ευκαιρίες αλλά και προκλήσεις. Ειδικότερα για την ογκολογία, θα πρέπει να προαχθεί η ολιστική διαχείριση της νόσου και είναι πρωταρχικής σημασίας για την Ελλάδα να καταρτίσει ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τον Καρκίνο. Εξίσου σημαντικό είναι να διασφαλίσουμε την έγκαιρη και ισότιμη πρόσβαση των ασθενών στην κατάλληλη θεραπευτική αγωγή, αλλά και τον εξορθολογισμό των οικονομικών της υγείας, που αποτελεί τη βάση για ένα βιώσιμο σύστημα να εξασφαλίσουμε μακροπρόθεσμες λύσεις», συμπλήρωσε.
Η κα. Αγγέλη, τέλος, περιέγραψε το πλαίσιο των πρωτοβουλιών της εταιρείας Roche Hellas που εστιάζουν στον ογκολογικό ασθενή, τονίζοντας ότι «στη Roche θέλουμε να συνδιαμορφώσουμε περισσότερες λύσεις που προσδίδουν αξία στην ολιστική διαχείριση του ογκολογικού ασθενή στην Ελλάδα. Δεν μπορούμε όμως να πετύχουμε το στόχο αυτό χωρίς συνεργασία και συνένωση δυνάμεων όλων των εταίρων του συστήματος υγείας. Ως φαρμακευτική εταιρεία στεκόμαστε δίπλα τους
για να κατανοήσουμε καλύτερα τις ανάγκες του ογκολογικού οικοσυστήματος και να συμβάλουμε από πλευράς μας στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της νόσου, την αναβάθμιση των υπηρεσιών υγείας που παρέχονται στους ασθενείς και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους».